φάλκη: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(6_9)
 
(44)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φάλκη''': ἡ, [[νυκτερίς]], Χρησμ. Σιβ. 14. 160. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φάλκη]]· ὁ τῆς [[κόμης]] [[αὐχμός]]. ἢ [[νυκτερίς]]».
|lstext='''φάλκη''': ἡ, [[νυκτερίς]], Χρησμ. Σιβ. 14. 160. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φάλκη]]· ὁ τῆς [[κόμης]] [[αὐχμός]]. ἢ [[νυκτερίς]]».
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[νυχτερίδα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φάλκη]] ὁ τῆς [[κόμης]] [[αὐχμός]]...».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Η σημ. της λ. <i>ὁ τῆς [[κόμης]] αὐχμὸς</i> έχει οδηγήσει στη [[σύνδεση]] με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[πάλκος]]·[[πηλός]], η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φάλκη: ἡ, νυκτερίς, Χρησμ. Σιβ. 14. 160. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φάλκη· ὁ τῆς κόμης αὐχμός. ἢ νυκτερίς».

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. νυχτερίδα
2. (κατά τον Ησύχ.) «φάλκη ὁ τῆς κόμης αὐχμός...».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Η σημ. της λ. ὁ τῆς κόμης αὐχμὸς έχει οδηγήσει στη σύνδεση με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. πάλκος·πηλός, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].