πάλκος

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάλκος Medium diacritics: πάλκος Low diacritics: πάλκος Capitals: ΠΑΛΚΟΣ
Transliteration A: pálkos Transliteration B: palkos Transliteration C: palkos Beta Code: pa/lkos

English (LSJ)

πηλός, Hsch.

Greek Monolingual

πάλκος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πηλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολης ετυμολ. που πιθ. συνδέεται με το πηλός / πᾱλός (πρβλ. λιθουαν. pelke «γαιανθρακωρυχείο»)].