ἀπαιθύσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(6_20)
(big3_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαιθύσσομαι''': παθ., ἐπὶ πυρσοῦ ἢ λαμπάδος, [[ῥίπτω]] φλόγα κυματοειδῆ, τὰ δὲ ἐφ’ ἕν [[μέρος]] ἔχοντα κεκλιμένας τὰς ἐπὶ τῆς κορυφῆς κόμας , σχηματισμὸν ἀποτελεῖ λαμπάδος ἀπαιθυσσομένης Διόδ. 2. 53. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ἐτυμ. Μ. 233. 34, ἀμετάβ. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, [[ἀστράπτω]].
|lstext='''ἀπαιθύσσομαι''': παθ., ἐπὶ πυρσοῦ ἢ λαμπάδος, [[ῥίπτω]] φλόγα κυματοειδῆ, τὰ δὲ ἐφ’ ἕν [[μέρος]] ἔχοντα κεκλιμένας τὰς ἐπὶ τῆς κορυφῆς κόμας , σχηματισμὸν ἀποτελεῖ λαμπάδος ἀπαιθυσσομένης Διόδ. 2. 53. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ἐτυμ. Μ. 233. 34, ἀμετάβ. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, [[ἀστράπτω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=[[resplandecer]]de una antorcha, D.S.2.53<br /><b class="num">•</b>en v. act. [[brillar]] de los ojos <i>EM</i> 233.35G.
}}
}}

Revision as of 12:14, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιθύσσομαι Medium diacritics: ἀπαιθύσσομαι Low diacritics: απαιθύσσομαι Capitals: ΑΠΑΙΘΥΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: apaithýssomai Transliteration B: apaithyssomai Transliteration C: apaithyssomai Beta Code: a)paiqu/ssomai

English (LSJ)

   A flare, stream, of a torch, D.S.2.53.—Act. in EM 233.34, intr., of the eyes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιθύσσομαι: παθ., ἐπὶ πυρσοῦ ἢ λαμπάδος, ῥίπτω φλόγα κυματοειδῆ, τὰ δὲ ἐφ’ ἕν μέρος ἔχοντα κεκλιμένας τὰς ἐπὶ τῆς κορυφῆς κόμας , σχηματισμὸν ἀποτελεῖ λαμπάδος ἀπαιθυσσομένης Διόδ. 2. 53. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ἐτυμ. Μ. 233. 34, ἀμετάβ. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ἀστράπτω.

Spanish (DGE)

resplandecerde una antorcha, D.S.2.53
en v. act. brillar de los ojos EM 233.35G.