ἐκχολάω: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_22) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκχολάω''': χολοῦμαι, ὀργίζομαι, κοινῶς, «χολιάζω», Ἑβδ. (Μακ. Γ. γ΄, 1) κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κωδ. 2) διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[ἐκχολίζω]], ὃ ἴδε. | |lstext='''ἐκχολάω''': χολοῦμαι, ὀργίζομαι, κοινῶς, «χολιάζω», Ἑβδ. (Μακ. Γ. γ΄, 1) κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κωδ. 2) διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[ἐκχολίζω]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[enfadarse]] ἐπὶ τοσοῦτον LXX 3<i>Ma</i>.3.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 21 August 2017
English (LSJ)
A to be angry, LXX 3 Ma.3.1.
German (Pape)
[Seite 787] von der Galle befreien, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχολάω: χολοῦμαι, ὀργίζομαι, κοινῶς, «χολιάζω», Ἑβδ. (Μακ. Γ. γ΄, 1) κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κωδ. 2) διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἐκχολίζω, ὃ ἴδε.
Spanish (DGE)
enfadarse ἐπὶ τοσοῦτον LXX 3Ma.3.1.