καταφυγὴ: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
(6_9)
 
m (Text replacement - "˙" to "·")
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταφῠγὴ''': ἡ, [[πρόσωπον]] ἢ [[τόπος]] εἰς ὃν καταφεύγει τις διὰ νὰ εὕρῃ ἀσφάλειαν ἢ σωτηρίαν ἀπὸ τοῦ ἐπικειμένου κινδύνου, ἢ καὶ βοήθειαν καὶ προστασίαν, Ἡρόδ. 7. 46· ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, [[δοῦλος]] δὲ βωμοὺς Εὐρ. Ἱκέτ. 267· κ. σωτηρίας, ἀσφαλὲς [[καταφύγιον]], ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 724· μόνην οἴονται κ. [[εἶναι]] τοὺς φίλους Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 1, 2. 2) [[μετὰ]] γεν., κ. κακῶν, [[καταφύγιον]] ἀπὸ.., [[αὐτόθι]] 448· τῶν ἀκουσίων ἁμαρτημάτων κ. [[εἶναι]] τοὺς βωμοὺς Θουκ. 4. 98· κατ. ἔχειν, κατ. ποιεῖσθαι εἴς τινα, καταφεύγειν, Εὐρ. Ἱκέτ. 267, Ὀρ. 567, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. εὐρίσκειν, κατ. ἐστὶ εἰς θεοὺς Πλάτ. Νομ. 699Β, κτλ.˙ εἰς τοὺς νόμους Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίπ. 25, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 56. ΙΙ. [[τρόπος]] ἐκφυγῆς, [[πρόφασις]] εἰς ἢν καταφεύγει τις, Δημ. 1131. 15., 1263. 20.
|lstext='''καταφῠγὴ''': ἡ, [[πρόσωπον]] ἢ [[τόπος]] εἰς ὃν καταφεύγει τις διὰ νὰ εὕρῃ ἀσφάλειαν ἢ σωτηρίαν ἀπὸ τοῦ ἐπικειμένου κινδύνου, ἢ καὶ βοήθειαν καὶ προστασίαν, Ἡρόδ. 7. 46· ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, [[δοῦλος]] δὲ βωμοὺς Εὐρ. Ἱκέτ. 267· κ. σωτηρίας, ἀσφαλὲς [[καταφύγιον]], ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 724· μόνην οἴονται κ. [[εἶναι]] τοὺς φίλους Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 1, 2. 2) [[μετὰ]] γεν., κ. κακῶν, [[καταφύγιον]] ἀπὸ.., [[αὐτόθι]] 448· τῶν ἀκουσίων ἁμαρτημάτων κ. [[εἶναι]] τοὺς βωμοὺς Θουκ. 4. 98· κατ. ἔχειν, κατ. ποιεῖσθαι εἴς τινα, καταφεύγειν, Εὐρ. Ἱκέτ. 267, Ὀρ. 567, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. εὐρίσκειν, κατ. ἐστὶ εἰς θεοὺς Πλάτ. Νομ. 699Β, κτλ.· εἰς τοὺς νόμους Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίπ. 25, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 56. ΙΙ. [[τρόπος]] ἐκφυγῆς, [[πρόφασις]] εἰς ἢν καταφεύγει τις, Δημ. 1131. 15., 1263. 20.
}}
}}

Latest revision as of 19:33, 6 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

καταφῠγὴ: ἡ, πρόσωποντόπος εἰς ὃν καταφεύγει τις διὰ νὰ εὕρῃ ἀσφάλειαν ἢ σωτηρίαν ἀπὸ τοῦ ἐπικειμένου κινδύνου, ἢ καὶ βοήθειαν καὶ προστασίαν, Ἡρόδ. 7. 46· ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμοὺς Εὐρ. Ἱκέτ. 267· κ. σωτηρίας, ἀσφαλὲς καταφύγιον, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 724· μόνην οἴονται κ. εἶναι τοὺς φίλους Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 1, 2. 2) μετὰ γεν., κ. κακῶν, καταφύγιον ἀπὸ.., αὐτόθι 448· τῶν ἀκουσίων ἁμαρτημάτων κ. εἶναι τοὺς βωμοὺς Θουκ. 4. 98· κατ. ἔχειν, κατ. ποιεῖσθαι εἴς τινα, καταφεύγειν, Εὐρ. Ἱκέτ. 267, Ὀρ. 567, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 6· εὐρίσκειν, κατ. ἐστὶ εἰς θεοὺς Πλάτ. Νομ. 699Β, κτλ.· εἰς τοὺς νόμους Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίπ. 25, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 56. ΙΙ. τρόπος ἐκφυγῆς, πρόφασις εἰς ἢν καταφεύγει τις, Δημ. 1131. 15., 1263. 20.