καταφυγὴ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Greek (Liddell-Scott)
καταφῠγὴ: ἡ, πρόσωπον ἢ τόπος εἰς ὃν καταφεύγει τις διὰ νὰ εὕρῃ ἀσφάλειαν ἢ σωτηρίαν ἀπὸ τοῦ ἐπικειμένου κινδύνου, ἢ καὶ βοήθειαν καὶ προστασίαν, Ἡρόδ. 7. 46· ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμοὺς Εὐρ. Ἱκέτ. 267· κ. σωτηρίας, ἀσφαλὲς καταφύγιον, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 724· μόνην οἴονται κ. εἶναι τοὺς φίλους Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 1, 2. 2) μετὰ γεν., κ. κακῶν, καταφύγιον ἀπὸ.., αὐτόθι 448· τῶν ἀκουσίων ἁμαρτημάτων κ. εἶναι τοὺς βωμοὺς Θουκ. 4. 98· κατ. ἔχειν, κατ. ποιεῖσθαι εἴς τινα, καταφεύγειν, Εὐρ. Ἱκέτ. 267, Ὀρ. 567, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 6· εὐρίσκειν, κατ. ἐστὶ εἰς θεοὺς Πλάτ. Νομ. 699Β, κτλ.· εἰς τοὺς νόμους Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίπ. 25, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 56. ΙΙ. τρόπος ἐκφυγῆς, πρόφασις εἰς ἢν καταφεύγει τις, Δημ. 1131. 15., 1263. 20.