σφενδονήτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφενδονήτης''': -ου, ὁ, ὁ σφενδονῶν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ σφενδονᾶν, ὁ ὡπλισμένος διὰ σφενδόνης, Ἡρόδ. 7. 158, Θουκ. 9. 22, Πλάτ. Κριτί. 119Β. | |lstext='''σφενδονήτης''': -ου, ὁ, ὁ σφενδονῶν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ σφενδονᾶν, ὁ ὡπλισμένος διὰ σφενδόνης, Ἡρόδ. 7. 158, Θουκ. 9. 22, Πλάτ. Κριτί. 119Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />soldat armé d’une fronde, frondeur.<br />'''Étymologie:''' [[σφενδονάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A slinger, Hdt.7.158, Th.6.22, Pl.Criti.119b, LXX Jd.20.16: Boeot. σφενδονάτας Ἀρχ.Δελτ. 14 Pl.iv 26 (Thespiae, iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
σφενδονήτης: -ου, ὁ, ὁ σφενδονῶν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ σφενδονᾶν, ὁ ὡπλισμένος διὰ σφενδόνης, Ἡρόδ. 7. 158, Θουκ. 9. 22, Πλάτ. Κριτί. 119Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
soldat armé d’une fronde, frondeur.
Étymologie: σφενδονάω.