διάταγμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάταγμα''': τό, [[διαταγή]], [[πρόσταγμα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 153. 34, Διόδ. 18. 64, Πλούτ., κτλ.· κατὰ τὸ δ. τῆς συγκλήτου Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 10. | |lstext='''διάταγμα''': τό, [[διαταγή]], [[πρόσταγμα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 153. 34, Διόδ. 18. 64, Πλούτ., κτλ.· κατὰ τὸ δ. τῆς συγκλήτου Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />ordonnance, prescription.<br />'''Étymologie:''' [[διατάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A ordinance, edict, Phld.Rh.2.289S., D.S.18.64, Ph.1.180, Ep.Hebr.11.23, Plu.Pomp.6, IG22.1077.34; κατὰ τὸ δ. (sc. τῆς συγκλήτου) ib.12(3).173.10; = Lat. edictum, OGI458.81 (i B. C.), BGU1074.3 (iii A. D.), etc.; = Lat. formula, IG14.951.24,25 (Rome); testamentary disposition, POxy.1282.27 (i A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
διάταγμα: τό, διαταγή, πρόσταγμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 153. 34, Διόδ. 18. 64, Πλούτ., κτλ.· κατὰ τὸ δ. τῆς συγκλήτου Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 10.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ordonnance, prescription.
Étymologie: διατάσσω.