νικοδέσποτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
(6_14)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νικοδέσποτος''': ὁ [[θεός]], ὁ τῆς νίκης [[δεσπότης]], Θ. Λάσκ. σ. 765, ἔκδ. Mi.
|lstext='''νικοδέσποτος''': ὁ [[θεός]], ὁ τῆς νίκης [[δεσπότης]], Θ. Λάσκ. σ. 765, ἔκδ. Mi.
}}
{{grml
|mltxt=[[νικοδέσποτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που απονέμει τη [[νίκη]] ως [[δεσπότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίκη]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό φων. -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεσπότης]] (<b>πρβλ.</b> <i>φιλο</i>-<i>δέσποτος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νικοδέσποτος: ὁ θεός, ὁ τῆς νίκης δεσπότης, Θ. Λάσκ. σ. 765, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

νικοδέσποτος, -ον (Μ)
αυτός που απονέμει τη νίκη ως δεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. -ο- + δεσπότης (πρβλ. φιλο-δέσποτος)].