ἀδιάλλακτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιάλλακτος''': -ον, [[ὅστις]] δὲν διαλλάσσεται, [[ἀφιλίωτος]]· τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει, αἱ πρὸς ὑμᾶς σχέσεις μου δὲν ἐπιδέχονται φιλίωσιν, Δημ. 1472, 23: - Ἐπίρρ. ἀδιαλλάκτως ἔχειν [[πρός]] τινα, Διον. Ἁλ. 6. 56, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 45. | |lstext='''ἀδιάλλακτος''': -ον, [[ὅστις]] δὲν διαλλάσσεται, [[ἀφιλίωτος]]· τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει, αἱ πρὸς ὑμᾶς σχέσεις μου δὲν ἐπιδέχονται φιλίωσιν, Δημ. 1472, 23: - Ἐπίρρ. ἀδιαλλάκτως ἔχειν [[πρός]] τινα, Διον. Ἁλ. 6. 56, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 45. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />irréconciliable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διαλλάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A irreconcilable, τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀ. ὑπάρχει my relation to you admits no reconciliation, D.Ep.2.21, cf.24.8, D.Chr.38.17, etc. Adv. -τως, ἔχειν πρός τινα D.H.6.56, cf. Plu.Brut.45.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάλλακτος: -ον, ὅστις δὲν διαλλάσσεται, ἀφιλίωτος· τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει, αἱ πρὸς ὑμᾶς σχέσεις μου δὲν ἐπιδέχονται φιλίωσιν, Δημ. 1472, 23: - Ἐπίρρ. ἀδιαλλάκτως ἔχειν πρός τινα, Διον. Ἁλ. 6. 56, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irréconciliable.
Étymologie: ἀ, διαλλάσσω.