Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φολιδώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221
(6_7)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φολῐδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν κεκαλυμμένην διὰ φολίδων, Ἱππ.· οὕτω καὶ φολιδοειδής, Παῦλ. Αἰγ. 4. 2.
|lstext='''φολῐδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν κεκαλυμμένην διὰ φολίδων, Ἱππ.· οὕτω καὶ φολιδοειδής, Παῦλ. Αἰγ. 4. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[φολίς]], -[[ίδος]]]<br />καλυμμένος με φολίδες, [[φολιδωτός]].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φολῐδώδης Medium diacritics: φολιδώδης Low diacritics: φολιδώδης Capitals: ΦΟΛΙΔΩΔΗΣ
Transliteration A: pholidṓdēs Transliteration B: pholidōdēs Transliteration C: folidodis Beta Code: folidw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = φολιδοειδής, v.l. for φολλικώδης in Hp.Epid.4.30.

German (Pape)

[Seite 1297] ες, schuppenartig, schuppig, mit einer harten Rinde, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

φολῐδώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν κεκαλυμμένην διὰ φολίδων, Ἱππ.· οὕτω καὶ φολιδοειδής, Παῦλ. Αἰγ. 4. 2.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α φολίς, -ίδος]
καλυμμένος με φολίδες, φολιδωτός.