τετράστοος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(6_18)
(41)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράστοος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας στοάς, ἀγορᾶς τετραστόου Ζώσιμος 2. 31, 2.
|lstext='''τετράστοος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας στοάς, ἀγορᾶς τετραστόου Ζώσιμος 2. 31, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράστοος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για [[οικοδόμημα]]) αυτός που έχει [[τέσσερεις]] στοές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[τετράστοο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στοά]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>στοος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Hallen oder Säulengängen umgeben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράστοος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας στοάς, ἀγορᾶς τετραστόου Ζώσιμος 2. 31, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράστοος, -ον, ΝΑ
1. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει τέσσερεις στοές
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. τετράστοο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στοος (< στοά), πρβλ. τρί-στοος].