πυρρόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(6_14)
 
(Bailly1_4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυρρόθριξ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυρρὰν κόμην, διάφ. γραφ. Σόλων 24, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2.
|lstext='''πυρρόθριξ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυρρὰν κόμην, διάφ. γραφ. Σόλων 24, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2.
}}
{{bailly
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux roux.<br />'''Étymologie:''' [[πυρρός]], [[θρίξ]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

πυρρόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυρρὰν κόμην, διάφ. γραφ. Σόλων 24, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux roux.
Étymologie: πυρρός, θρίξ.