τριχοκοσμητής: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(6_15) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριχοκοσμητής''': ὁ, ὁ κοσμῶν τὰς τρίχας, [[κομμωτής]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[κεροπλάστης]]. | |lstext='''τριχοκοσμητής''': ὁ, ὁ κοσμῶν τὰς τρίχας, [[κομμωτής]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[κεροπλάστης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κομμωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> [[κοσμητής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κοσμῶ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A hairdresser, Id. s.v. κεροπλάστης.
Greek (Liddell-Scott)
τριχοκοσμητής: ὁ, ὁ κοσμῶν τὰς τρίχας, κομμωτής, Ἡσύχ. ἐν λ. κεροπλάστης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κομμωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κοσμητής (< κοσμῶ)].