ἑτερόχρως: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
(6_23)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, = [[ἑτερόχροος]], Γρηγόρ. Νύσσ. ἐν Wolf. Anecd. Gr. τ. 3. σ. 10. ΙΙ. ἑτερόχρωτες ὕπνοι, [[ὕπνος]] μετ’ ἄλλου προσώπου, [[συγκοίμησις]], (ἴδε ἑρμηνείαν Κοραῆ ἐν τῷ Θησαυρῷ Στεφάνου ἐν λ.). Λουκ. Ἔρωτες 42: ὁ Κόβητος διορθοῖ ἑνερόχρωτες.
|lstext='''ἑτερόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, = [[ἑτερόχροος]], Γρηγόρ. Νύσσ. ἐν Wolf. Anecd. Gr. τ. 3. σ. 10. ΙΙ. ἑτερόχρωτες ὕπνοι, [[ὕπνος]] μετ’ ἄλλου προσώπου, [[συγκοίμησις]], (ἴδε ἑρμηνείαν Κοραῆ ἐν τῷ Θησαυρῷ Στεφάνου ἐν λ.). Λουκ. Ἔρωτες 42: ὁ Κόβητος διορθοῖ ἑνερόχρωτες.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτερόχρως]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετικό [[χρώμα]], ο [[ετερόχρους]]<br /><b>2.</b> (για ύπνο) αυτός που γίνεται με [[πρόσωπο]] διαφορετικού φύλου («τοὺς ἑτερόχρωτας ὕπνους καὶ θηλύτητος εὐνὴν γέμουσαν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>χρως</i>].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόχρως Medium diacritics: ἑτερόχρως Low diacritics: ετερόχρως Capitals: ΕΤΕΡΟΧΡΩΣ
Transliteration A: heteróchrōs Transliteration B: heterochrōs Transliteration C: eterochros Beta Code: e(tero/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,

   A = ἑτερόχροος, Poll.9.98.    II ἑτερόχρωτες ὕπνοι sleep with one of different sex, Luc.Am.42.

German (Pape)

[Seite 1051] ωτος, 11 = Vorigem. – 2) ὕπνοι, Luc. Amor. 42, Schlaf mit einem andern Leibe, Beischlaf mit einem Weibe, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = ἑτερόχροος, Γρηγόρ. Νύσσ. ἐν Wolf. Anecd. Gr. τ. 3. σ. 10. ΙΙ. ἑτερόχρωτες ὕπνοι, ὕπνος μετ’ ἄλλου προσώπου, συγκοίμησις, (ἴδε ἑρμηνείαν Κοραῆ ἐν τῷ Θησαυρῷ Στεφάνου ἐν λ.). Λουκ. Ἔρωτες 42: ὁ Κόβητος διορθοῖ ἑνερόχρωτες.

Greek Monolingual

ἑτερόχρως, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρους
2. (για ύπνο) αυτός που γίνεται με πρόσωπο διαφορετικού φύλου («τοὺς ἑτερόχρωτας ὕπνους καὶ θηλύτητος εὐνὴν γέμουσαν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + χρως].