ἐντολεύς: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_14)
(big3_15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντολεύς''': ὁ, (ἐντέλλομαι) ὁ διδοὺς ἐντολὴν καὶ μετωνυμικῶς, = [[ἐντολή]], τὸν ἐντολέα τοῦ νόμου κυρίου Διαθ. τῶν 12 Πατρ. σ. 690, ἔκδ. Φαβρ. 2) [[ἐπίτροπος]], [[προκουράτωρ]], Ἰουστινιαν. Κῶδ. 3. 2, 4 § α΄. 10, 11, 8, § η΄.
|lstext='''ἐντολεύς''': ὁ, (ἐντέλλομαι) ὁ διδοὺς ἐντολὴν καὶ μετωνυμικῶς, = [[ἐντολή]], τὸν ἐντολέα τοῦ νόμου κυρίου Διαθ. τῶν 12 Πατρ. σ. 690, ἔκδ. Φαβρ. 2) [[ἐπίτροπος]], [[προκουράτωρ]], Ἰουστινιαν. Κῶδ. 3. 2, 4 § α΄. 10, 11, 8, § η΄.
}}
{{DGE
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[promulgador]] τὸν ἐντολέα τοῦ νόμου κύριον ἀθετεῖ <i>T.Aser</i>.2.6.<br /><b class="num">2</b> imper., biz., jur. y admin. [[representante legal]], [[procurador]], [[mandatario]], [[apoderado]] ὥστε μηδενὶ τῶν λαμπροτάτων ἐξεῖναι δι' [[ἑαυτοῦ]] δίκην ἀγωνίζεσθαι, δι' ἐντολέων δὲ πάντως de modo que ninguno de los más ilustres pueda litigar por sí mismo, pero siempre por medio de procuradores</i> Iust.<i>Nou</i>.71 proem., cf. <i>Cod.Iust</i>.4.20.16.1, οὐ δι' [[ἑαυτοῦ]] οὐ δι' ἐντολέως καὶ παρενθέτου προσώπου <i>PMonac</i>.14.71 (VI d.C.), μηδεὶς ἐπίσκοπος ... ἐ. δίκης ... γινέσθω Ath.Scholast.<i>Coll</i>.1.2 (p.6), cf. <i>IMylasa</i> 612.6 (V d.C.), <i>PBodl</i>.47.9, <i>PPG</i> 146, <i>PFreer Aphrod</i>.123, <i>POxy</i>.2244.64 (todos VI d.C.), <i>Gloss</i>.2.300.<br /><b class="num">3</b> en un monasterio [[procurador]], [[administrador]] Iust.<i>Nou</i>.123.27.
}}
}}

Revision as of 12:30, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντολεύς Medium diacritics: ἐντολεύς Low diacritics: εντολεύς Capitals: ΕΝΤΟΛΕΥΣ
Transliteration A: entoleús Transliteration B: entoleus Transliteration C: entoleys Beta Code: e)ntoleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A = ἐντολικάριος, agent, representative, Cod.Just.4.20.16.1, PGrenf.1.62.8 (vi A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντολεύς: ὁ, (ἐντέλλομαι) ὁ διδοὺς ἐντολὴν καὶ μετωνυμικῶς, = ἐντολή, τὸν ἐντολέα τοῦ νόμου κυρίου Διαθ. τῶν 12 Πατρ. σ. 690, ἔκδ. Φαβρ. 2) ἐπίτροπος, προκουράτωρ, Ἰουστινιαν. Κῶδ. 3. 2, 4 § α΄. 10, 11, 8, § η΄.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 promulgador τὸν ἐντολέα τοῦ νόμου κύριον ἀθετεῖ T.Aser.2.6.
2 imper., biz., jur. y admin. representante legal, procurador, mandatario, apoderado ὥστε μηδενὶ τῶν λαμπροτάτων ἐξεῖναι δι' ἑαυτοῦ δίκην ἀγωνίζεσθαι, δι' ἐντολέων δὲ πάντως de modo que ninguno de los más ilustres pueda litigar por sí mismo, pero siempre por medio de procuradores Iust.Nou.71 proem., cf. Cod.Iust.4.20.16.1, οὐ δι' ἑαυτοῦ οὐ δι' ἐντολέως καὶ παρενθέτου προσώπου PMonac.14.71 (VI d.C.), μηδεὶς ἐπίσκοπος ... ἐ. δίκης ... γινέσθω Ath.Scholast.Coll.1.2 (p.6), cf. IMylasa 612.6 (V d.C.), PBodl.47.9, PPG 146, PFreer Aphrod.123, POxy.2244.64 (todos VI d.C.), Gloss.2.300.
3 en un monasterio procurador, administrador Iust.Nou.123.27.