ᾖσαν: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(6_5)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ᾖσαν''': Ἀττ. ἀντὶ ᾔδεσαν, γ΄ πληθ. ὑπερσ. (ἐν χρήσει ὡς παρατ.) τοῦ [[οἶδα]], Αἰσχύλ. Πρ. 451, Εὐρ. Κύκλ. 231. ΙΙ. ἀντὶ [[ἤισαν]], γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ [[εἶμι]] (ibo), σπάν. καὶ μόνον ποιητ. ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἐπῇσαν]] Ὀδ. Τ. 445· εἰσῇσαν Ἀγαθ. ἐν τῷ Ε. Μ.· μετῇσαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 605.
|lstext='''ᾖσαν''': Ἀττ. ἀντὶ ᾔδεσαν, γ΄ πληθ. ὑπερσ. (ἐν χρήσει ὡς παρατ.) τοῦ [[οἶδα]], Αἰσχύλ. Πρ. 451, Εὐρ. Κύκλ. 231. ΙΙ. ἀντὶ [[ἤισαν]], γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ [[εἶμι]] (ibo), σπάν. καὶ μόνον ποιητ. ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἐπῇσαν]] Ὀδ. Τ. 445· εἰσῇσαν Ἀγαθ. ἐν τῷ Ε. Μ.· μετῇσαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 605.
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ pl. impf. de</i> [[εἶμι]], aller;<br /><i>3ᵉ pl. ao. de</i> [[ᾄδω]];<br /><i>3ᵉ pl. pqp. de</i> *εἴδω.
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ᾖσαν: Ἀττ. ἀντὶ ᾔδεσαν, γ΄ πληθ. ὑπερσ. (ἐν χρήσει ὡς παρατ.) τοῦ οἶδα, Αἰσχύλ. Πρ. 451, Εὐρ. Κύκλ. 231. ΙΙ. ἀντὶ ἤισαν, γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ εἶμι (ibo), σπάν. καὶ μόνον ποιητ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπῇσαν Ὀδ. Τ. 445· εἰσῇσαν Ἀγαθ. ἐν τῷ Ε. Μ.· μετῇσαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 605.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. de εἶμι, aller;
3ᵉ pl. ao. de ᾄδω;
3ᵉ pl. pqp. de *εἴδω.