ἐπῇσαν

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. de ἔπειμι¹.

Russian (Dvoretsky)

ἐπῇσαν: эп. 3 л. pl. impf. к ἔπειμι II.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπῇσαν: Ἐπ. γ΄ πληθ. τοῦ παρατ. τοῦ ἔπειμι (εἶμι, πορεύομαι).

English (Autenrieth)

see ἔπειμ Od. 9.2.

Greek Monotonic

ἐπῇσαν: Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του ἔπειμι (εἶμι ibo).