ἐπῇσαν

From LSJ

Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. de ἔπειμι¹.

Russian (Dvoretsky)

ἐπῇσαν: эп. 3 л. pl. impf. к ἔπειμι II.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπῇσαν: Ἐπ. γ΄ πληθ. τοῦ παρατ. τοῦ ἔπειμι (εἶμι, πορεύομαι).

English (Autenrieth)

see ἔπειμ Od. 9.2.

Greek Monotonic

ἐπῇσαν: Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του ἔπειμι (εἶμι ibo).