πρόκοττα: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(6_9)
 
(34)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόκοττα''': ἢ προκόττα, ἡ, Δωρ. [[λέξις]] ἀντὶ [[προκόμιον]], [[Πολυδ]]. Β΄, 29· «προκότταν· τὴν πρὸ τῆς κεφαλῆς τρίχωσιν· [[κοττὶς]] γὰρ παρὰ τοῖς Δωριεῦσιν ἡ κεφαλὴ λέγεται» Φώτ.· «[[εἶδος]] κουρᾶς· ἢ κεφαλῆς [[τρίχωμα]]» κτλ. Ἡσύχ., [[ἔνθα]] καὶ «προκοττίς· [[χαίτη]]».
|lstext='''πρόκοττα''': ἢ προκόττα, ἡ, Δωρ. [[λέξις]] ἀντὶ [[προκόμιον]], [[Πολυδ]]. Β΄, 29· «προκότταν· τὴν πρὸ τῆς κεφαλῆς τρίχωσιν· [[κοττὶς]] γὰρ παρὰ τοῖς Δωριεῦσιν ἡ κεφαλὴ λέγεται» Φώτ.· «[[εἶδος]] κουρᾶς· ἢ κεφαλῆς [[τρίχωμα]]» κτλ. Ἡσύχ., [[ἔνθα]] καὶ «προκοττίς· [[χαίτη]]».
}}
{{grml
|mltxt=και [[προκόττα]], ἡ, Α<br /> (<b>δωρ. τ.</b>) το [[προκόμιον]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κοττίς]] «[[κεφαλή]]», [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>α</i>].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πρόκοττα: ἢ προκόττα, ἡ, Δωρ. λέξις ἀντὶ προκόμιον, Πολυδ. Β΄, 29· «προκότταν· τὴν πρὸ τῆς κεφαλῆς τρίχωσιν· κοττὶς γὰρ παρὰ τοῖς Δωριεῦσιν ἡ κεφαλὴ λέγεται» Φώτ.· «εἶδος κουρᾶς· ἢ κεφαλῆς τρίχωμα» κτλ. Ἡσύχ., ἔνθα καὶ «προκοττίς· χαίτη».

Greek Monolingual

και προκόττα, ἡ, Α
(δωρ. τ.) το προκόμιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κοττίς «κεφαλή», κατά τα θηλ. σε -α].