ἐκπίεσμα: Difference between revisions

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
(6_22)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπίεσμα''': τό, τὸ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέον ὑγρόν, δαφνίδων [[ἐκπίεσμα]] Γαλην. π. Συνθ. Φαρμ. Βʹ τ. 13, σ. 371, 372, 375, ἔκδ. Chart., τὸ μένον [[μετὰ]] τὴν ἐκπίεσιν, Διοσκ. 4. 160, Ἀθήν. 56D. πρβλ. Ἐτυμ. Μ. σ. 261, 20.
|lstext='''ἐκπίεσμα''': τό, τὸ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέον ὑγρόν, δαφνίδων [[ἐκπίεσμα]] Γαλην. π. Συνθ. Φαρμ. Βʹ τ. 13, σ. 371, 372, 375, ἔκδ. Chart., τὸ μένον [[μετὰ]] τὴν ἐκπίεσιν, Διοσκ. 4. 160, Ἀθήν. 56D. πρβλ. Ἐτυμ. Μ. σ. 261, 20.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[prensada]] τὸ δ' αὐτὸ ποίει καὶ ἐπὶ τοῦ δευτέρου ἐκπιέσματος καὶ τοῦ τρίτου en la elaboración de un perfume, Dsc.1.52.4<br /><b class="num">•</b>[[compresión]], <i>Cyran</i>.1.23.10.<br /><b class="num">2</b> [[machacadura]] τὰ ἐκπιέσματα τῆς σταφυλῆς orujo</i>, hollejo de la uva</i> una vez exprimida, Ath.56d, τῶν βοτρύων Phryn.385, cf. Hsch.σ 1737<br /><b class="num">•</b>[[jugo]] δαφνίδων ἐ. μετ' ὄξους Archig. en Gal.12.551.<br /><b class="num">3</b> medic. [[aplastamiento]], [[fractura]] de un hueso de la cabeza que hace presión sobre las meninges, Gal.19.432, cf. 14.782.
}}
}}

Revision as of 12:29, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπῐεσμα Medium diacritics: ἐκπίεσμα Low diacritics: εκπίεσμα Capitals: ΕΚΠΙΕΣΜΑ
Transliteration A: ekpíesma Transliteration B: ekpiesma Transliteration C: ekpiesma Beta Code: e)kpi/esma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is squeezed out, juice, Dsc.1.52, Archig. ap. Gal.12.551.    II false form for ἐμπίεσμα (q.v.), Gal.19.432, 14.782.

German (Pape)

[Seite 772] τό, bei Hesych. auch ἐκπίασμα, das Ausgedrückte, Ausgepreßte, Ath. II, 56 d u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπίεσμα: τό, τὸ διὰ τῆς πιέσεως ἐκρέον ὑγρόν, δαφνίδων ἐκπίεσμα Γαλην. π. Συνθ. Φαρμ. Βʹ τ. 13, σ. 371, 372, 375, ἔκδ. Chart., τὸ μένον μετὰ τὴν ἐκπίεσιν, Διοσκ. 4. 160, Ἀθήν. 56D. πρβλ. Ἐτυμ. Μ. σ. 261, 20.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 prensada τὸ δ' αὐτὸ ποίει καὶ ἐπὶ τοῦ δευτέρου ἐκπιέσματος καὶ τοῦ τρίτου en la elaboración de un perfume, Dsc.1.52.4
compresión, Cyran.1.23.10.
2 machacadura τὰ ἐκπιέσματα τῆς σταφυλῆς orujo, hollejo de la uva una vez exprimida, Ath.56d, τῶν βοτρύων Phryn.385, cf. Hsch.σ 1737
jugo δαφνίδων ἐ. μετ' ὄξους Archig. en Gal.12.551.
3 medic. aplastamiento, fractura de un hueso de la cabeza que hace presión sobre las meninges, Gal.19.432, cf. 14.782.