γήποτος: Difference between revisions
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(6_17) |
(8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γήποτος''': -ον, ἴδε ἐν λ. [[γάποτος]]. | |lstext='''γήποτος''': -ον, ἴδε ἐν λ. [[γάποτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γήποτος]] και [[γάποτος]], -ον (Α)<br />αυτός που απορροφάται ή απορροφήθηκε από τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ποτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ποτός]] <span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A v. γάποτος.
German (Pape)
[Seite 489] von der Erde getrunken, dor. γαπ., Aesch. Pers. 613 Ch. 95.
Greek (Liddell-Scott)
γήποτος: -ον, ἴδε ἐν λ. γάποτος.
Greek Monolingual
γήποτος και γάποτος, -ον (Α)
αυτός που απορροφάται ή απορροφήθηκε από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -ποτος < ποτός < πίνω.