ὀνία: Difference between revisions
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
(6_19) |
(29) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνία''': ὀνίαρος, Αἰολ. ἀντὶ ἀν-, Ἀλκαῖος 85. 95· ἴδε Bast εἰς Γρηγ. Κορίνθου 600. | |lstext='''ὀνία''': ὀνίαρος, Αἰολ. ἀντὶ ἀν-, Ἀλκαῖος 85. 95· ἴδε Bast εἰς Γρηγ. Κορίνθου 600. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνία]], ἡ (Α)<br />(<b>αιολ. τ.</b>) [[ανία]], [[θλίψη]], [[στενοχώρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιολ. τ. του [[ανία]] (<b>βλ. λ.</b> <i>ανα</i>-)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ὀνίᾱρος (v.l. ὀνίατος), Aeol. for ἀν-, Sapph.1.3 (pl.), Alc.98 ( = 10 Lobel).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνία: ὀνίαρος, Αἰολ. ἀντὶ ἀν-, Ἀλκαῖος 85. 95· ἴδε Bast εἰς Γρηγ. Κορίνθου 600.
Greek Monolingual
ὀνία, ἡ (Α)
(αιολ. τ.) ανία, θλίψη, στενοχώρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. του ανία (βλ. λ. ανα-)].