ὀνία

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνία Medium diacritics: ὀνία Low diacritics: ονία Capitals: ΟΝΙΑ
Transliteration A: onía Transliteration B: onia Transliteration C: onia Beta Code: o)ni/a

English (LSJ)

ὀνίᾱρος (v.l. ὀνίατος), Aeol. for ἀν-, Sapph.1.3 (pl.), Alc.98 (= 10 Lobel).

Russian (Dvoretsky)

ὀνία: эол. = ἀνία.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνία: ὀνίαρος, Αἰολ. ἀντὶ ἀν-, Ἀλκαῖος 85. 95· ἴδε Bast εἰς Γρηγ. Κορίνθου 600.

Greek Monolingual

ὀνία, ἡ (Α)
(αιολ. τ.) ανία, θλίψη, στενοχώρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. του ανία (βλ. λ. ανα-)].