ἱεροτελεστής: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(6_19) |
(17) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱεροτελεστής''': -οῦ, ὁ, = [[ἱερομύστης]], περὶ τοῦ Χριστοῦ, Διον. Ἀρεοπ. 200D, 376D, 377A. | |lstext='''ἱεροτελεστής''': -οῦ, ὁ, = [[ἱερομύστης]], περὶ τοῦ Χριστοῦ, Διον. Ἀρεοπ. 200D, 376D, 377A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἱεροτελεστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που τελεί θρησκευτική [[λειτουργία]], [[ιερουργός]], [[ιεροφάντης]], [[ιερέας]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον Χριστό) αυτός που μυεί, αυτός που εισάγει κάποιον στα θρησκευτικά μυστήρια, ο [[ιερομύστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τελεστής]] (<span style="color: red;"><</span> [[τελώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>Ορφεο</i>-[[τελεστής]], <i>χριστο</i>-[[τελεστής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1243] ὁ, der in den Gottesdienst, Mysterien u. dgl. Einweihende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροτελεστής: -οῦ, ὁ, = ἱερομύστης, περὶ τοῦ Χριστοῦ, Διον. Ἀρεοπ. 200D, 376D, 377A.
Greek Monolingual
ο (Α ἱεροτελεστής)
νεοελλ.
αυτός που τελεί θρησκευτική λειτουργία, ιερουργός, ιεροφάντης, ιερέας
αρχ.
(για τον Χριστό) αυτός που μυεί, αυτός που εισάγει κάποιον στα θρησκευτικά μυστήρια, ο ιερομύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -τελεστής (< τελώ), πρβλ. Ορφεο-τελεστής, χριστο-τελεστής.