λιμουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_16)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιμουργός''': -όν, = [[λιμοποιός]], Δίωνος Χρυσ. Λόγος 34, 43R.
|lstext='''λιμουργός''': -όν, = [[λιμοποιός]], Δίωνος Χρυσ. Λόγος 34, 43R.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιμουργός]], -όν (Α)<br />[[λιμοποιός]], αυτός που προκαλεί λιμό, που στέλνει [[πείνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημι</i>-<i>ουργός</i>, <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λιμουργός: -όν, = λιμοποιός, Δίωνος Χρυσ. Λόγος 34, 43R.

Greek Monolingual

λιμουργός, -όν (Α)
λιμοποιός, αυτός που προκαλεί λιμό, που στέλνει πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημι-ουργός, ξυλ-ουργός].