ξένισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll

Source
(6_21)
(27)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξένισμα''': τό, ([[ξενίζω]] ΙΙ. 1) [[ξενία]], Θεοδώρ. Προδρ. κατὰ Ροδ. καὶ Δοσικλ. Γ΄, 128.
|lstext='''ξένισμα''': τό, ([[ξενίζω]] ΙΙ. 1) [[ξενία]], Θεοδώρ. Προδρ. κατὰ Ροδ. καὶ Δοσικλ. Γ΄, 128.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξένισμα]], τὸ (Μ) [[ξενίζω]]<br />η [[φιλοξενία]].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 277] τό, Befremdung, θαῦμα, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ξένισμα: τό, (ξενίζω ΙΙ. 1) ξενία, Θεοδώρ. Προδρ. κατὰ Ροδ. καὶ Δοσικλ. Γ΄, 128.

Greek Monolingual

ξένισμα, τὸ (Μ) ξενίζω
η φιλοξενία.