ἀρτέον: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρτέον''': ῥημ. ἐπιθ. τοῦ [[αἴρω]], πρέπει τις νὰ ἄρῃ ἐκ μέσου, νὰ σηκώσῃ, [[ἀρτέον]] τράπεζαν, ἀπονίψασθαί δοτέον, «νὰ σηκώσουν τὸ τραπέζι καὶ νὰ φέρουν [[νίψιμον]]» Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1. | |lstext='''ἀρτέον''': ῥημ. ἐπιθ. τοῦ [[αἴρω]], πρέπει τις νὰ ἄρῃ ἐκ μέσου, νὰ σηκώσῃ, [[ἀρτέον]] τράπεζαν, ἀπονίψασθαί δοτέον, «νὰ σηκώσουν τὸ τραπέζι καὶ νὰ φέρουν [[νίψιμον]]» Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[αἴρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
(αἴρω)
A one must take away, Socr. ap. Stob.3.13.63; τράπεζαν one must clear, Alex.250.1. 2 one must deny, Polystr. p.24 W.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτέον: ῥημ. ἐπιθ. τοῦ αἴρω, πρέπει τις νὰ ἄρῃ ἐκ μέσου, νὰ σηκώσῃ, ἀρτέον τράπεζαν, ἀπονίψασθαί δοτέον, «νὰ σηκώσουν τὸ τραπέζι καὶ νὰ φέρουν νίψιμον» Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de αἴρω.