κατάγγελος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
(6_14) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάγγελος''': ὁ, ἡ, ὁ προκηρύττων, ἀναγγέλλων, Πλούτ. 2. 241Β (ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ [[κακάγγελος]]). ΙΙ. ἕτερον [[ὄνομα]] τῆς ἀγρίας μυρσίνης, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4. 146. | |lstext='''κατάγγελος''': ὁ, ἡ, ὁ προκηρύττων, ἀναγγέλλων, Πλούτ. 2. 241Β (ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ [[κακάγγελος]]). ΙΙ. ἕτερον [[ὄνομα]] τῆς ἀγρίας μυρσίνης, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4. 146. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάγγελος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[καταγγελεύς]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[μυρσίνη]] η αγρία. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = μυρσίνη ἀγρία, Ps.-Dsc.4.144 (nisi leg. κακ-).
German (Pape)
[Seite 1341] ὁ, Ankündiger, Bote, Sp. Bei Diosc. eine Pflanze.
Greek (Liddell-Scott)
κατάγγελος: ὁ, ἡ, ὁ προκηρύττων, ἀναγγέλλων, Πλούτ. 2. 241Β (ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ κακάγγελος). ΙΙ. ἕτερον ὄνομα τῆς ἀγρίας μυρσίνης, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4. 146.
Greek Monolingual
κατάγγελος, ὁ (Α)
1. ο καταγγελεύς
2. το φυτό μυρσίνη η αγρία.