τριπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
(6_17) |
(eksahir) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρία]] πρόσωπα, [[τρεῖς]] μορφάς, ἴδε [[τρίμορφος]]. ΙΙ. ὁ ἐκ τριῶν προσώπων ἀποτελούμενος, Εὐσέβ. VI, 1016, Καισάρ. 860, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 477, Ψευδιουστῖν. 1264C, Ψευδαθανάσ. 4, 767C, Ἀναστ. Σιν. 133D. | |lstext='''τριπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρία]] πρόσωπα, [[τρεῖς]] μορφάς, ἴδε [[τρίμορφος]]. ΙΙ. ὁ ἐκ τριῶν προσώπων ἀποτελούμενος, Εὐσέβ. VI, 1016, Καισάρ. 860, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 477, Ψευδιουστῖν. 1264C, Ψευδαθανάσ. 4, 767C, Ἀναστ. Σιν. 133D. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[de tres caras]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 22 August 2017
English (LSJ)
ον,
A three-faced, Chariclid.1, Cleom.2.5.
Greek (Liddell-Scott)
τριπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τρία πρόσωπα, τρεῖς μορφάς, ἴδε τρίμορφος. ΙΙ. ὁ ἐκ τριῶν προσώπων ἀποτελούμενος, Εὐσέβ. VI, 1016, Καισάρ. 860, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 477, Ψευδιουστῖν. 1264C, Ψευδαθανάσ. 4, 767C, Ἀναστ. Σιν. 133D.