κυνόροδον: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(6_21)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνόροδον''': τό, «σκυλλοτριαντάφυλλο», διάφορον τῆς κυνοσβάτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 8· cynorrhodum, ἢ -rhoda, Πλίν.
|lstext='''κῠνόροδον''': τό, «σκυλλοτριαντάφυλλο», διάφορον τῆς κυνοσβάτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 8· cynorrhodum, ἢ -rhoda, Πλίν.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυνόροδον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] τριαντάφυλλου ή κρίνου<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] αντίρρινο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥόδον]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόροδον Medium diacritics: κυνόροδον Low diacritics: κυνόροδον Capitals: ΚΥΝΟΡΟΔΟΝ
Transliteration A: kynórodon Transliteration B: kynorodon Transliteration C: kynorodon Beta Code: kuno/rodon

English (LSJ)

τό,

   A dog-rose, Rosa canina, Thphr.HP4.4.8.    II = ἀντίρρινον, Ps.-Dsc.4.130.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόροδον: τό, «σκυλλοτριαντάφυλλο», διάφορον τῆς κυνοσβάτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 8· cynorrhodum, ἢ -rhoda, Πλίν.

Greek Monolingual

κυνόροδον, τὸ (Α)
1. είδος τριαντάφυλλου ή κρίνου
2. το φυτό αντίρρινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + ῥόδον.