χούρα: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(6_4) |
(46) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χούρα''': ἁ, = [[χώρα]], Ἐπιγρ. Λαρίσης, Mitth. d. d. arch. Inst. VII. σ. 64, στ. 17. | |lstext='''χούρα''': ἁ, = [[χώρα]], Ἐπιγρ. Λαρίσης, Mitth. d. d. arch. Inst. VII. σ. 64, στ. 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἁ, Α<br />(θεσσαλ. τ.) <b>βλ.</b> [[χώρα]].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δένδρων της οικογένειας ευφορβιίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>hura</i>, πιθ. μεταπλασμένος τ. της λ. <i>urari</i> «[[είδος]] δένδρου», λ. της γλώσσας τών Ινδιάνων της Καραϊβικής]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
χούρα: ἁ, = χώρα, Ἐπιγρ. Λαρίσης, Mitth. d. d. arch. Inst. VII. σ. 64, στ. 17.
Greek Monolingual
(I)
ἁ, Α
(θεσσαλ. τ.) βλ. χώρα.———————— (II)
η, Ν
βοτ. γένος δένδρων της οικογένειας ευφορβιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. hura, πιθ. μεταπλασμένος τ. της λ. urari «είδος δένδρου», λ. της γλώσσας τών Ινδιάνων της Καραϊβικής].