σοφουργός: Difference between revisions

From LSJ
(6_15)
 
(38)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σοφουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ σοφῶς, ὁ δεξιῶς ἐργαζόμενος, «μαστορικά», Ἀνθ. Π. 1. 106· ― [[ὡσαύτως]] σοφουργικός, ή, όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς τοῦτο, Ἐκκλ.
|lstext='''σοφουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ σοφῶς, ὁ δεξιῶς ἐργαζόμενος, «μαστορικά», Ἀνθ. Π. 1. 106· ― [[ὡσαύτως]] σοφουργικός, ή, όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς τοῦτο, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που εργάζεται [[επιδέξια]], με [[μαστοριά]] («τοῡ σοφουργοῡ Μιχαήλ τὴν εἰκόνα», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σοφός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἱερ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σοφουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ σοφῶς, ὁ δεξιῶς ἐργαζόμενος, «μαστορικά», Ἀνθ. Π. 1. 106· ― ὡσαύτως σοφουργικός, ή, όν, ἁρμόδιος πρὸς τοῦτο, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που εργάζεται επιδέξια, με μαστοριά («τοῡ σοφουργοῡ Μιχαήλ τὴν εἰκόνα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ἱερ-ουργός].