ἐπανοίκτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_19) |
(13) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπανοίκτης''': -ου, ὁ, = [[ἐπανοίκτωρ]], Ὑπόθ. τῶν Μανέθ. ἀποτελεσμ. ἔκδ. Ludw. σ. 102. | |lstext='''ἐπανοίκτης''': -ου, ὁ, = [[ἐπανοίκτωρ]], Ὑπόθ. τῶν Μανέθ. ἀποτελεσμ. ἔκδ. Ludw. σ. 102. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπανοίκτης]] και [[ἐπανοίκτωρ]], ο (Μ)<br />αυτός που ανοίγει βιαίως [[κάτι]], ο [[διαρρήκτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, = sq., Arg.Man.post Max.p.102L., EM459.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανοίκτης: -ου, ὁ, = ἐπανοίκτωρ, Ὑπόθ. τῶν Μανέθ. ἀποτελεσμ. ἔκδ. Ludw. σ. 102.
Greek Monolingual
ἐπανοίκτης και ἐπανοίκτωρ, ο (Μ)
αυτός που ανοίγει βιαίως κάτι, ο διαρρήκτης.