ἐπανοίκτης

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανοίκτης Medium diacritics: ἐπανοίκτης Low diacritics: επανοίκτης Capitals: ΕΠΑΝΟΙΚΤΗΣ
Transliteration A: epanoíktēs Transliteration B: epanoiktēs Transliteration C: epanoiktis Beta Code: e)panoi/kths

English (LSJ)

ἐπανοίκτου, ὁ, = ἐπανοίκτωρ (one who bursts open), Arg. Man. post Max. p. 102L., EM 459.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανοίκτης: -ου, ὁ, = ἐπανοίκτωρ, Ὑπόθ. τῶν Μανέθ. ἀποτελεσμ. ἔκδ. Ludw. σ. 102.

Greek Monolingual

ἐπανοίκτης και ἐπανοίκτωρ, ο (Μ)
αυτός που ανοίγει βιαίως κάτι, ο διαρρήκτης.