πατρόδοτος: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
(6_16)
(31)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πατρόδοτος''': -ον, = τῷ ἑπομ., Εὐσ. ἐν Maittair. Misc. σ.139.
|lstext='''πατρόδοτος''': -ον, = τῷ ἑπομ., Εὐσ. ἐν Maittair. Misc. σ.139.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που δόθηκε ή παραδόθηκε από τον [[πατέρα]], [[πατροπαράδοτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δοτός]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>δοτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 536] späteres Wort, = Folgdm, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

πατρόδοτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Εὐσ. ἐν Maittair. Misc. σ.139.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που δόθηκε ή παραδόθηκε από τον πατέρα, πατροπαράδοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -δοτος (< δοτός < δίδωμι), πρβλ. θεό-δοτος].