ὁλονύκτιος: Difference between revisions
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
(6_18) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλονύκτιος''': -ον, ὁ καθ’ ὅλην τὴν νύκτα διαρκῶν, Εὐστ. Πονημάτ. 266. 73. Ἐπίρρ. -ίως, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 812. Συνηθέστερον ὁλόνυκτος, -τως, Ἐφραὶμ ΙΙΙ, 298Α. | |lstext='''ὁλονύκτιος''': -ον, ὁ καθ’ ὅλην τὴν νύκτα διαρκῶν, Εὐστ. Πονημάτ. 266. 73. Ἐπίρρ. -ίως, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 812. Συνηθέστερον ὁλόνυκτος, -τως, Ἐφραὶμ ΙΙΙ, 298Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ὁλονύκτιος]], -ον)<br /><b>βλ.</b> [[ολονύχτιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A the whole night through : neut. -ιον as Adv., Sch. Lyc.815 (p.261 S.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁλονύκτιος: -ον, ὁ καθ’ ὅλην τὴν νύκτα διαρκῶν, Εὐστ. Πονημάτ. 266. 73. Ἐπίρρ. -ίως, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 812. Συνηθέστερον ὁλόνυκτος, -τως, Ἐφραὶμ ΙΙΙ, 298Α.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ὁλονύκτιος, -ον)
βλ. ολονύχτιος.