ὀρρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6_7)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρρώδης''': -ες, ([[ὀρρός]], [[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς ὀρρόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 7, Γαλην. ΙΙ. ([[ὄρρος]] Β) = [[οὐρώδης]], Γαλην.
|lstext='''ὀρρώδης''': -ες, ([[ὀρρός]], [[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς ὀρρόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 7, Γαλην. ΙΙ. ([[ὄρρος]] Β) = [[οὐρώδης]], Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀρρώδης]], -ῶδες (Α) [[όρρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρρο, δηλ. στον πρωκτό.———————— <b>(II)</b><br />-ες, (ΑΜ [[ὀρρώδης]], -ῶδες)<br /><b>βλ.</b> [[ορώδης]] (Ι).
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρρώδης Medium diacritics: ὀρρώδης Low diacritics: ορρώδης Capitals: ΟΡΡΩΔΗΣ
Transliteration A: orrṓdēs Transliteration B: orrōdēs Transliteration C: orrodis Beta Code: o)rrw/dhs

English (LSJ)

ες

   A, (ὄρρος) pertaining to the rump, Hp.Acut.(Sp.)37, cf. Gal.19.127.    II false spelling of ὀρώδης 11 (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρρώδης: -ες, (ὀρρός, εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὀρρόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 7, Γαλην. ΙΙ. (ὄρρος Β) = οὐρώδης, Γαλην.

Greek Monolingual

(I)
ὀρρώδης, -ῶδες (Α) όρρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρρο, δηλ. στον πρωκτό.———————— (II)
-ες, (ΑΜ ὀρρώδης, -ῶδες)
βλ. ορώδης (Ι).