ὑποκάπνισμα: Difference between revisions

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
(6_22)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκάπνισμα''': τό, τὸ πρὸς [[ὑποκάπνισμα]] ὑποκαιόμενον, Ἀλέξ. Τραλλ. 5. 261.
|lstext='''ὑποκάπνισμα''': τό, τὸ πρὸς [[ὑποκάπνισμα]] ὑποκαιόμενον, Ἀλέξ. Τραλλ. 5. 261.
}}
{{grml
|mltxt=-ίσματος, τὸ, ΜΑ [[ὑποκαπνίζω]]<br />η καιόμενη ύλη [[κατά]] τον υποκαπνισμό<br /><b>μσν.</b><br />[[υποκαπνισμός]].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκάπνισμα Medium diacritics: ὑποκάπνισμα Low diacritics: υποκάπνισμα Capitals: ΥΠΟΚΑΠΝΙΣΜΑ
Transliteration A: hypokápnisma Transliteration B: hypokapnisma Transliteration C: ypokapnisma Beta Code: u(poka/pnisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that with which one fumigates, Alex. Trall.5.4.

German (Pape)

[Seite 1219] τό, Räuchermittel, Alex. Trall.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκάπνισμα: τό, τὸ πρὸς ὑποκάπνισμα ὑποκαιόμενον, Ἀλέξ. Τραλλ. 5. 261.

Greek Monolingual

-ίσματος, τὸ, ΜΑ ὑποκαπνίζω
η καιόμενη ύλη κατά τον υποκαπνισμό
μσν.
υποκαπνισμός.