ὀξύζωμος: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(6_17)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξύζωμος''': -ον, κεκαρυκευμένος δι᾿ ὀξέος ἐμβάμματος, «μὲ ξινὴν σάλτσαν», oxyzomus, a, um, Apicius 6. 9 § 241.
|lstext='''ὀξύζωμος''': -ον, κεκαρυκευμένος δι᾿ ὀξέος ἐμβάμματος, «μὲ ξινὴν σάλτσαν», oxyzomus, a, um, Apicius 6. 9 § 241.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀξύζωμος]], -ον (Α)<br />καρυκευμένος με ξινή [[σάλτσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζωμός]].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξύζωμος Medium diacritics: ὀξύζωμος Low diacritics: οξύζωμος Capitals: ΟΞΥΖΩΜΟΣ
Transliteration A: oxýzōmos Transliteration B: oxyzōmos Transliteration C: oksyzomos Beta Code: o)cu/zwmos

English (LSJ)

ον,

   A with a sharp sauce, Apic.6.9.241.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύζωμος: -ον, κεκαρυκευμένος δι᾿ ὀξέος ἐμβάμματος, «μὲ ξινὴν σάλτσαν», oxyzomus, a, um, Apicius 6. 9 § 241.

Greek Monolingual

ὀξύζωμος, -ον (Α)
καρυκευμένος με ξινή σάλτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + ζωμός.