στομίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(6_5)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στομίζομαι''': ἀποθετ., [[λαμβάνω]] διὰ τοῦ στόματος, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.
|lstext='''στομίζομαι''': ἀποθετ., [[λαμβάνω]] διὰ τοῦ στόματος, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[στόμα]]<br />[[παίρνω]] με το [[στόμα]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομίζομαι Medium diacritics: στομίζομαι Low diacritics: στομίζομαι Capitals: ΣΤΟΜΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: stomízomai Transliteration B: stomizomai Transliteration C: stomizomai Beta Code: stomi/zomai

English (LSJ)

   A take with the mouth, Aq.Jb.39.30.

Greek (Liddell-Scott)

στομίζομαι: ἀποθετ., λαμβάνω διὰ τοῦ στόματος, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

Α στόμα
παίρνω με το στόμα.