χειροπόνητος: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
(6_14) |
(46) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειροπόνητος''': ὁ, ἡ, διὰ χειρὸς πονηθείς, [[ἔργον]] χειρός, μεταγ. | |lstext='''χειροπόνητος''': ὁ, ἡ, διὰ χειρὸς πονηθείς, [[ἔργον]] χειρός, μεταγ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />[[χειροποίητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πόνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πονῶ</i> «[[μοχθώ]], [[κοπιάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>πόνητος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1346] mit den Händen gearbeitet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χειροπόνητος: ὁ, ἡ, διὰ χειρὸς πονηθείς, ἔργον χειρός, μεταγ.
Greek Monolingual
-ον, Α
χειροποίητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -πόνητος (< πονῶ «μοχθώ, κοπιάζω»), πρβλ. θεο-πόνητος].