ὕδρα: Difference between revisions
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
(6_23) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕδρα''': Ἰων. ὕδρη, ἡ, (ἴδε [[ὕδωρ]]) ὡς τὸ [[ὕδρος]], [[ὄφις]] ἐν ὕδασι διαιτώμενος, «νεροφίδα», ἐπὶ τῆς Λερναίας Ὕδρας, Ἡσ. Θεογ. 313, Σοφ. Τρ. 574, 836, 1094· ὕδραν τέμνειν, παροιμ. ἐπὶ ματαιοπονίας, [[ἐπειδὴ]] δύο κεφαλαὶ ἀναφύονται ἀντὶ μιᾶς ἀποκοπείσης, Πλάτ. Πολ. 426Ε· - ἐν τῷ πληθ., ἀλλὰ [[πάλιν]] ἐν σχέσει πρὸς τὴν Λερναίαν Ὕδραν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 950, Φοίν. 1136. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὕδρα]]· ὁ [[ὕδρος]] [[ὄφις]]· οἱ δὲ τὸν χέρουδρον». ΙΙ. [[ὄνομα]] ἀστερισμοῦ, Ἄρατ. 444, κλπ. | |lstext='''ὕδρα''': Ἰων. ὕδρη, ἡ, (ἴδε [[ὕδωρ]]) ὡς τὸ [[ὕδρος]], [[ὄφις]] ἐν ὕδασι διαιτώμενος, «νεροφίδα», ἐπὶ τῆς Λερναίας Ὕδρας, Ἡσ. Θεογ. 313, Σοφ. Τρ. 574, 836, 1094· ὕδραν τέμνειν, παροιμ. ἐπὶ ματαιοπονίας, [[ἐπειδὴ]] δύο κεφαλαὶ ἀναφύονται ἀντὶ μιᾶς ἀποκοπείσης, Πλάτ. Πολ. 426Ε· - ἐν τῷ πληθ., ἀλλὰ [[πάλιν]] ἐν σχέσει πρὸς τὴν Λερναίαν Ὕδραν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 950, Φοίν. 1136. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὕδρα]]· ὁ [[ὕδρος]] [[ὄφις]]· οἱ δὲ τὸν χέρουδρον». ΙΙ. [[ὄνομα]] ἀστερισμοῦ, Ἄρατ. 444, κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />hydre, serpent d’eau ; [[ὕδρα]] Λερναία SOPH l’hydre de Lerne à sept têtes qui renaissaient, deux pour une, à mesure qu’on les coupait.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. ὕδρη, ἡ, (cf. ὕδωρ)
A water-serpent, but esp. of the Lernaean hydra, Hes.Th.313, S.Tr.574,836 (lyr.), 1094; Ὕδραν τέμνειν, prov. of labour in vain, because two heads sprang up for every one which was cut off, Pl.R.426e: pl., but still with reference to the Lernaean hydra, E.Heracl.950, Ph.[1136]: prov., ὕδρης ποικιλώτερος Herod.3.89 (ἐπὶ τῶν δολερῶν Diogenian.7.69). II name of a constellation, = ὕδρος 111, Arat.444, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὕδρα: Ἰων. ὕδρη, ἡ, (ἴδε ὕδωρ) ὡς τὸ ὕδρος, ὄφις ἐν ὕδασι διαιτώμενος, «νεροφίδα», ἐπὶ τῆς Λερναίας Ὕδρας, Ἡσ. Θεογ. 313, Σοφ. Τρ. 574, 836, 1094· ὕδραν τέμνειν, παροιμ. ἐπὶ ματαιοπονίας, ἐπειδὴ δύο κεφαλαὶ ἀναφύονται ἀντὶ μιᾶς ἀποκοπείσης, Πλάτ. Πολ. 426Ε· - ἐν τῷ πληθ., ἀλλὰ πάλιν ἐν σχέσει πρὸς τὴν Λερναίαν Ὕδραν, Εὐρ. Ἡρακλ. 950, Φοίν. 1136. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕδρα· ὁ ὕδρος ὄφις· οἱ δὲ τὸν χέρουδρον». ΙΙ. ὄνομα ἀστερισμοῦ, Ἄρατ. 444, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
hydre, serpent d’eau ; ὕδρα Λερναία SOPH l’hydre de Lerne à sept têtes qui renaissaient, deux pour une, à mesure qu’on les coupait.
Étymologie: ὕδωρ.