φερεπτόλεμος: Difference between revisions
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
(6_18) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φερεπτόλεμος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ φερεπόλεμος, ον, ὁ φέρων πόλεμον, [[πολεμικός]], νηυσὶ φ., πολεμικὰ πλοῖα, πιθαν. γραφ. ἐν Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 9. | |lstext='''φερεπτόλεμος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ φερεπόλεμος, ον, ὁ φέρων πόλεμον, [[πολεμικός]], νηυσὶ φ., πολεμικὰ πλοῖα, πιθαν. γραφ. ἐν Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που γίνεται [[αίτιος]] πολέμου, που επιφέρει πόλεμο, [[πολεμικός]] («φερεπτόλεμοι [[νῆες]]» — πολεμικά πλοία, <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόλεμος]] / [[πτόλεμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μενε</i>-[[πτόλεμος]], <i>φυγο</i>-[[πτόλεμος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, poet. for Φερεπόλεμος,
A warlike, γαῖα Jahresh.18 Beibl.35 (Olba); νηυσὶ φ. ships of war, prob. in Orac. ap. Paus.10.9.11.
Greek (Liddell-Scott)
φερεπτόλεμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ φερεπόλεμος, ον, ὁ φέρων πόλεμον, πολεμικός, νηυσὶ φ., πολεμικὰ πλοῖα, πιθαν. γραφ. ἐν Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 9.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται αίτιος πολέμου, που επιφέρει πόλεμο, πολεμικός («φερεπτόλεμοι νῆες» — πολεμικά πλοία, Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλεμος / πτόλεμος (πρβλ. μενε-πτόλεμος, φυγο-πτόλεμος)].