διαπορθμευτικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(big3_11) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαπορθμευτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] πρὸς διαπόρθμευσιν. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ. | |lstext='''διαπορθμευτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] πρὸς διαπόρθμευσιν. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[transmisor]], [[conductor]] φωτοδοσίας δ. ἕξις capacidad transmisora de la luminosidad</i> Dion.Ar.<i>CH</i> 13.3, τῶν ἤχων δ. [[δύναμις]] Sud.s.u. [[διηχή]], χρῶμα Sophon.<i>in de An</i>.74.13, cf. 10, Procl.<i>in R</i>.2.142.28.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[como transmisor]] ἐκφαντορικῶς καὶ δ. τοὺς θεοφιλεῖς προσιεμένου admitiendo a los fieles como intérprete y transmisor</i> Dion.Ar.<i>CH</i> 7.7. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
German (Pape)
[Seite 597] ή, όν, zum Ueberfahren gehörig, geschickt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαπορθμευτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς διαπόρθμευσιν. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 transmisor, conductor φωτοδοσίας δ. ἕξις capacidad transmisora de la luminosidad Dion.Ar.CH 13.3, τῶν ἤχων δ. δύναμις Sud.s.u. διηχή, χρῶμα Sophon.in de An.74.13, cf. 10, Procl.in R.2.142.28.
2 adv. -ῶς como transmisor ἐκφαντορικῶς καὶ δ. τοὺς θεοφιλεῖς προσιεμένου admitiendo a los fieles como intérprete y transmisor Dion.Ar.CH 7.7.