κατάρροια: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάρροια''': ἡ, = τῷ προηγ., Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ΙΙ. = [[κατάρροος]] ΙΙ, στρόφοι καὶ κατάρροιαι καὶ πυρετοὶ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 26, 16, Πλούτ. 2. 128Α.
|lstext='''κατάρροια''': ἡ, = τῷ προηγ., Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ΙΙ. = [[κατάρροος]] ΙΙ, στρόφοι καὶ κατάρροιαι καὶ πυρετοὶ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 26, 16, Πλούτ. 2. 128Α.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />catarrhe, rhume.<br />'''Étymologie:''' [[καταρρέω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρροια Medium diacritics: κατάρροια Low diacritics: κατάρροια Capitals: ΚΑΤΑΡΡΟΙΑ
Transliteration A: katárroia Transliteration B: katarroia Transliteration C: katarroia Beta Code: kata/rroia

English (LSJ)

ἡ, = foreg., Aq.Ps.77(78).44.    II = κατάρροος 11, Arr.Epict. 1.26.16, Plu.2.128a, prob. in Cass.Fel.34.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρροια: ἡ, = τῷ προηγ., Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ΙΙ. = κατάρροος ΙΙ, στρόφοι καὶ κατάρροιαι καὶ πυρετοὶ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 26, 16, Πλούτ. 2. 128Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
catarrhe, rhume.
Étymologie: καταρρέω.