ἀπαιτητικός: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(6_11) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαιτητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων παραλόγους ἀπαιτήσεις, «τοιοῦτον γὰρ τὸ σὸν βλάσφημον καὶ ἀπαιτητικόν» Εὐστ. Πονημάτ. 136. 49. | |lstext='''ἀπαιτητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων παραλόγους ἀπαιτήσεις, «τοιοῦτον γὰρ τὸ σὸν βλάσφημον καὶ ἀπαιτητικόν» Εὐστ. Πονημάτ. 136. 49. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />subst. τὸ ... ἀπαιτητικόν τινος la exigencia de algo</i> Gal.1.205. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A requiring: -κόν, τό, state of need, Gal. 1.205.
German (Pape)
[Seite 275] einfordernd, gern eintreibend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιτητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων παραλόγους ἀπαιτήσεις, «τοιοῦτον γὰρ τὸ σὸν βλάσφημον καὶ ἀπαιτητικόν» Εὐστ. Πονημάτ. 136. 49.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
subst. τὸ ... ἀπαιτητικόν τινος la exigencia de algo Gal.1.205.