ἡμίθνητος: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
(6_17)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίθνητος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[θνητός]], ἐπὶ τῶν Διοσκούρων, Λυκ. 511· ― κατὰ τὸ ἥμισυ [[νεκρός]], Ἑβδ.
|lstext='''ἡμίθνητος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[θνητός]], ἐπὶ τῶν Διοσκούρων, Λυκ. 511· ― κατὰ τὸ ἥμισυ [[νεκρός]], Ἑβδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμίθνητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τους Διόσκουρους) αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ [[θνητός]]<br /><b>2.</b> [[σχεδόν]] [[νεκρός]], [[ετοιμοθάνατος]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίθνητος Medium diacritics: ἡμίθνητος Low diacritics: ημίθνητος Capitals: ΗΜΙΘΝΗΤΟΣ
Transliteration A: hēmíthnētos Transliteration B: hēmithnētos Transliteration C: imithnitos Beta Code: h(mi/qnhtos

English (LSJ)

ον,

   A half-mortal, of the Dioscuri, Lyc.511, cf. Gal.17(1).235.    2 half-dead, LXXWi.18.18.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίθνητος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ θνητός, ἐπὶ τῶν Διοσκούρων, Λυκ. 511· ― κατὰ τὸ ἥμισυ νεκρός, Ἑβδ.

Greek Monolingual

ἡμίθνητος, -ον (Α)
1. (για τους Διόσκουρους) αυτός που είναι κατά το ήμισυ θνητός
2. σχεδόν νεκρός, ετοιμοθάνατος.