σταχυηκόμος: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_18) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στᾰχυηκόμος''': -ον, ὁ καλλιεργῶν στάχυας σίτου, ἐπιμελόμενος τῶν «γεννημάτων», [[Δημήτηρ]] Νόνν. Δ. 1. 104. | |lstext='''στᾰχυηκόμος''': -ον, ὁ καλλιεργῶν στάχυας σίτου, ἐπιμελόμενος τῶν «γεννημάτων», [[Δημήτηρ]] Νόνν. Δ. 1. 104. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που καλλιεργεί [[σιτηρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάχυς]], -<i>υος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-<i>κόμος</i>. Το συνδ. φων. -<i>η</i>- οφείλεται σε μετρικούς λόγους]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A cultivating ears of corn, Δημήτηρ Nonn.D.1.104.
German (Pape)
[Seite 931] Aehren pflegend, Nonn. D. 1, 104.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυηκόμος: -ον, ὁ καλλιεργῶν στάχυας σίτου, ἐπιμελόμενος τῶν «γεννημάτων», Δημήτηρ Νόνν. Δ. 1. 104.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που καλλιεργεί σιτηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο-κόμος. Το συνδ. φων. -η- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].