λυκόκαπρος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_2)
 
(23)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λυκόκαπρος''': [[στωμυλία]], ἀγρία καὶ ὁρμητική, Νικόλ. Κερκύρας ἐν Κερκυραϊκ. Ἀνεκδότοις ἔκδ. Λάμπρου σ. 41, στ. 307.
|lstext='''λυκόκαπρος''': [[στωμυλία]], ἀγρία καὶ ὁρμητική, Νικόλ. Κερκύρας ἐν Κερκυραϊκ. Ἀνεκδότοις ἔκδ. Λάμπρου σ. 41, στ. 307.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυκόκαπρος]], -ον (Μ)- <b>φρ.</b> «[[λυκόκαπρος]] [[στωμυλία]]» — άγρια και επιθετική [[ρητορεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπρος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:43, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λυκόκαπρος: στωμυλία, ἀγρία καὶ ὁρμητική, Νικόλ. Κερκύρας ἐν Κερκυραϊκ. Ἀνεκδότοις ἔκδ. Λάμπρου σ. 41, στ. 307.

Greek Monolingual

λυκόκαπρος, -ον (Μ)- φρ. «λυκόκαπρος στωμυλία» — άγρια και επιθετική ρητορεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + κάπρος.