λυκόκαπρος
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
Greek (Liddell-Scott)
λυκόκαπρος: στωμυλία, ἀγρία καὶ ὁρμητική, Νικόλ. Κερκύρας ἐν Κερκυραϊκ. Ἀνεκδότοις ἔκδ. Λάμπρου σ. 41, στ. 307.
Greek Monolingual
λυκόκαπρος, -ον (Μ)- φρ. «λυκόκαπρος στωμυλία» — άγρια και επιθετική ρητορεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + κάπρος.